νταμάτος

νταμάτος
και νταμάδος, -η, -ο
(για υφάσματα) αυτός που έχει επάνω του υφασμένα ή σταμπαρισμένα συνεχόμενα μικρά τετράγωνα, όπως αυτά τού πίνακα που χρησιμοποιείται στο παιχνίδι τής ντάμας, νταμωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ντάμα «είδος επιτραπέζιου παιχνιδιού» + κατάλ. -άτος (πρβλ. δροσ-άτος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νταμάδος — η, ο βλ. νταμάτος …   Dictionary of Greek

  • νταμωτός — ή, ό ο νταμάτος, αυτός που έχει επιφάνεια διαιρεμένη σε τετραγωνίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ντάμα «είδος επιτραπέζιου παιχνιδιού» + κατάλ. ωτός (πρβλ. δαντελ ωτός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”